- άγραπτος
- ος , ον см. άγραφτος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄγραπτος — unwritten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραπτος — και –φτος, η, ο (ἄγραπτος, ον) [γράφω] αυτός που δεν γράφτηκε, ο άγραφος* νέολλ. αυτός που δεν έγραψε … Dictionary of Greek
ἀγράπτως — ἄγραπτος unwritten adverbial ἄγραπτος unwritten masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραπτον — ἄγραπτος unwritten masc/fem acc sg ἄγραπτος unwritten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγραπτότατος — ἄγραπτος unwritten masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγράπτων — ἄγραπτος unwritten masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγραπτα — ἄγραπτος unwritten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… … Dictionary of Greek
άγραφτος — η, ο βλ. άγραπτος και άγραφος … Dictionary of Greek
αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… … Dictionary of Greek